- χαριτώνω
- [-ώ (ο )] μετ.1) прощать; 2) уступать (что-л, кому-л.); 3) дарить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαριτώνω — χαριτῶ, όω, Ν ΜΑ [χάρις, ιτος] (το θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) η κεχαριτωμένη (ως προσωνυμία τής Θεοτόκου) αυτή που είναι γεμάτη από θεία χάρη («χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία», ΚΔ) νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαριτωμένος, η, ο α) αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
θεοχαρίτωτος — θεοχαρίτωτος, ον (Μ) αυτός στον οποίο δόθηκε η θεία χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χαριτώνω (< χάρις)]· … Dictionary of Greek
χαριτωμένος — η, ο, Ν βλ. χαριτώνω … Dictionary of Greek
χαριτώ — (I) έω, Μ [χάρις, ιτος] χαρίζω. (II) όω, ΜΑ βλ. χαριτώνω … Dictionary of Greek